- σχίδαξ
- -ακος, ὁ, ΜΑβλ. σχίδακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχίδαξ — bars masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιδάκων — σχίδαξ bars masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίδακας — σχίδαξ bars masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίδακες — σχίδαξ bars masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίδακος — σχίδαξ bars masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίδαξι — σχίδαξ bars masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σχίδακας — ο / σχίδαξ, ακος, ΝΜΑ η σχίζα νεοελλ. μικρό και αιχμηρό θραύσμα οστού μουσ. ράβδος κιγκλιδώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ τού σχίζω* + επίθημα αξ, ακ ος (πρβλ. κάμ αξ, χάρ αξ)] … Dictionary of Greek
σχιδακίζω — Α [σχίδαξ, ακος] κάνω σχίζες … Dictionary of Greek
σχιδακηδόν — Α επίρρ. (ιδίως για τα οστά) όπως η σχίζα, με κατά μήκος σχίσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίδαξ, ακος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek